Κείνο το καλοκαίρι, μόλις είχα χωρίσει.
Δεν χάθηκε κι ο κόσμος!
Θα πήγαινα διακοπές με την «καβάτζα»!
Μετά από τόσες «ήττες», είχα αποκτήσει πλέον μια αξιοζήλευτη σοφία.
Μόνο που η Σοφία, η «καβάτζα», ήταν ακόμη έφηβη. Και μόλις άρχιζε να ψάχνεται με τον εαυτό της, τους άλλους, τα βιβλία, τον κομμουνισμό...
Συχνά ξυπνούσε μέσα της το σιωπηλό κύμα της εφηβείας. Κι έμπηγε τα κλάματα έτσι, στο ξεκούδουνο.
Άλλοτε σιωπούσε πεισματικά, κι άλλοτε μιλούσε ακατάπαυστα...
Απ’ τη στιγμή που της πρότεινα να φύγουμε για Δωδεκάνησα, δεν περπατούσε, πετούσε!
Σ΄όλο το ταξίδι με έπρηξε!
«Τι ωραίος που είναι ο Πειραιάς», «τι μεγάλο πλοίο», «τι τέλειος καφές», «τι γαλάζια που είναι η θάλασσα»...
Γαμώ το, θα την πακετάρω και θα τη στείλω με κούριερ πίσω στη μάνα της!
Όταν φτάσαμε στο νησί, κάτι με χάλασε απ’ την πρώτη στιγμή.
Ο τόπος γεμάτος ζευγάρια.
Αλλά κανείς δεν αγαπούσε τον άλλον. Όλοι αγαπούσαν τον έρωτα. Ή, μάλλον, την ιδέα να είσαι ερωτευμένος!
Το άλλο πρωί, αξημέρωτα, μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι αγκαλιά, περπάτησα καμιά ωρίτσα και κούρνιασα σ΄έναν βράχο, μπροστά στ’ απέραντο γαλάζιο.
Ο ήλιος σιγά-σιγά ξεμύταγε, και μαζί του τ’ αγρίμι του κορμιού μου.
Θεριεμένο κι ακράτητο, έσβηνε καντήλια, φεγγάρια κι ήλιους!
Όλα τα σαρώνει ο δαίμονας της σάρκας...
Έτσι όπως καθόμουν ζαλισμένος, άρχισα να πλάθω στο νου μου μια γυναίκα ιδανική.
Θα βάδιζε αθόρυβα. Σα μέλισσα θα ’ρχόταν. Ούτε που θα την άκουγα.
Θα φορούσε ένα λινό, διάφανο φόρεμα, που θ’ αντιφέγγιζε από μέσα το κορμί της.
Δεν θα μιλούσε. Μόνο θα με κοιτούσε...
Κι ο σκοτεινός ουρανός θα φώτιζε!
Θα γεμίζανε μέλι τα κόκαλά μου...
Δεν χάθηκε κι ο κόσμος!
Θα πήγαινα διακοπές με την «καβάτζα»!
Μετά από τόσες «ήττες», είχα αποκτήσει πλέον μια αξιοζήλευτη σοφία.
Μόνο που η Σοφία, η «καβάτζα», ήταν ακόμη έφηβη. Και μόλις άρχιζε να ψάχνεται με τον εαυτό της, τους άλλους, τα βιβλία, τον κομμουνισμό...
Συχνά ξυπνούσε μέσα της το σιωπηλό κύμα της εφηβείας. Κι έμπηγε τα κλάματα έτσι, στο ξεκούδουνο.
Άλλοτε σιωπούσε πεισματικά, κι άλλοτε μιλούσε ακατάπαυστα...
Απ’ τη στιγμή που της πρότεινα να φύγουμε για Δωδεκάνησα, δεν περπατούσε, πετούσε!
Σ΄όλο το ταξίδι με έπρηξε!
«Τι ωραίος που είναι ο Πειραιάς», «τι μεγάλο πλοίο», «τι τέλειος καφές», «τι γαλάζια που είναι η θάλασσα»...
Γαμώ το, θα την πακετάρω και θα τη στείλω με κούριερ πίσω στη μάνα της!
Όταν φτάσαμε στο νησί, κάτι με χάλασε απ’ την πρώτη στιγμή.
Ο τόπος γεμάτος ζευγάρια.
Αλλά κανείς δεν αγαπούσε τον άλλον. Όλοι αγαπούσαν τον έρωτα. Ή, μάλλον, την ιδέα να είσαι ερωτευμένος!
Το άλλο πρωί, αξημέρωτα, μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι αγκαλιά, περπάτησα καμιά ωρίτσα και κούρνιασα σ΄έναν βράχο, μπροστά στ’ απέραντο γαλάζιο.
Ο ήλιος σιγά-σιγά ξεμύταγε, και μαζί του τ’ αγρίμι του κορμιού μου.
Θεριεμένο κι ακράτητο, έσβηνε καντήλια, φεγγάρια κι ήλιους!
Όλα τα σαρώνει ο δαίμονας της σάρκας...
Έτσι όπως καθόμουν ζαλισμένος, άρχισα να πλάθω στο νου μου μια γυναίκα ιδανική.
Θα βάδιζε αθόρυβα. Σα μέλισσα θα ’ρχόταν. Ούτε που θα την άκουγα.
Θα φορούσε ένα λινό, διάφανο φόρεμα, που θ’ αντιφέγγιζε από μέσα το κορμί της.
Δεν θα μιλούσε. Μόνο θα με κοιτούσε...
Κι ο σκοτεινός ουρανός θα φώτιζε!
Θα γεμίζανε μέλι τα κόκαλά μου...